- ὑπερόχων
- ὑπέροχοςprominentmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ὑπεροχῶν — Ὑπερόχη fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεροχῶν — ὑπεροχέω carry above pres part act masc nom sg (attic epic doric) ὑπεροχή projection fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὑπερόχων — Ὑπέροχος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιέν αριστεύειν — Ομηρική έκφραση που εκφράζει τη βαθιά ριζωμένη, φυλετική επιθυμία των ανθρώπων της ομηρικής εποχής, για απόλυτη προσωπική διάκριση και υπεροχή. Σημαίνει να είναι κανείς πάντα ο καλύτερος, ο πρώτος. Τη συμβουλή«αιέν αριστεύειν και υπείροχον… … Dictionary of Greek
Παπούα – Νέα Γουινέα — Συγκρότημα νησιών της Νοτιοανατολικής Ασίας, μεταξύ της θάλασσας των Κοραλίων και του νότιου Ειρηνικού Ωκεανού, ανατολικά της Ινδονησίας.Aνεξάρτητο κράτος από τις 16 Σεπτεμβρίου 1975 στο πλαίσιο της Bρετανικής Kοινοπολιτείας, περιλαμβάνει το… … Dictionary of Greek